- σύνοπτος
- σύνοπτοςthat can be seenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνοπτος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.) 2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα ευνόητα», Ησύχ.) 3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).… … Dictionary of Greek
σύνοπτον — σύνοπτος that can be seen masc/fem acc sg σύνοπτος that can be seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοπτα — σύνοπτος that can be seen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοπτοι — σύνοπτος that can be seen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύνοπτος — ἀσύνοπτος, ον (AM) [σύνοπτος < συνορώ] 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος 2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
συνοπτικός — ή, ό / συνοπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοπτος] 1. συγκεφαλαιωτικός, περιληπτικός 2. σύντομος, βραχύς («συνοπτικός πίνακας») νεοελλ. φρ. α) «συνοπτικά ευαγγέλια» τα τρία πρώτα ευαγγέλια τής Καινής Διαθήκης, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον και το κατά… … Dictionary of Greek